- ισομετρητος
- ἰσομέτρητοςἰσο-μέτρητος2равный по размерам (подлиннику), в натуральную величину
(εἰκών Plat.; ἀνδριάς Arst., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰκών Plat.; ἀνδριάς Arst., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ισομέτρητος — ἰσομέτρητος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.) επίρρ... ἰσομετρήτως (Α) ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο τής χρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μετρητος (<… … Dictionary of Greek
ἰσομέτρητον — ἰσομέτρητος of equal measure masc/fem acc sg ἰσομέτρητος of equal measure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομετρήτου — ἰσομέτρητος of equal measure masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομετρήτους — ἰσομέτρητος of equal measure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομέτρητα — ἰσομέτρητος of equal measure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομέτρητοι — ἰσομέτρητος of equal measure masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԱՄԱՉԱՓ — ( ) NBH 2 0019 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. σύμμετρος, ἱσομέτρητος commensus, aequam mensuram habens. Զուգաչափ. հաւասարաչափ. համեմատ. *Ուղիղն համաչափ իցէ աշխարհի, իսկ բոլորակն՝ որ զնովաւ շրջի, երկնի. Արիստ. աշխ.: *Տեսանե՞ս ըստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՒԱՍԱՐԱՉԱՓ — ( ) NBH 2 0074 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c, 13c ա. ἱσομέτρητος aequam mensuram habens ἱσπαλής aequilibris ἱσόρροπος adaequatus. Հաւասար չափով. զուգաչափ. զուգակշիռ. *Եթէ հաստատուն ինչ իցէ՝ ʼի մէջ ամենայնի (այսինքն տիեզերաց)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)